- δοθεῖσα
- δίδωμιAër.aor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοθείσᾳ — δοθείσᾱͅ , δίδωμι Aër. aor part pass fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δοθείσας — δοθείσᾱς , δίδωμι Aër. aor part pass fem acc pl δοθείσᾱς , δίδωμι Aër. aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελιγμένος — και εξειλιγμένος, η, ο (AM έξειλιγμένος) ξεδιπλωμένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει υποστεί εξέλιξη, ο προηγμένος πολιτιστικά 2. μαθημ. το θηλ. ως ουσ. η εξειλιγμένη εξειλιγμένη μιας δοθείσας καμπύλης είναι μια νέα καμπύλη η οποία μπορεί να θεωρηθεί… … Dictionary of Greek
μακετίστας — ο αυτός που σχεδιάζει και κατασκευάζει μακέτες, επαγγελματίας ικανός να εκτελέσει βάσει σχεδιαγράμματος και σε δοθείσα κλίμακα κάθε αναπαράσταση σε ξύλο, κηρό, πλαστική κ.ά. ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακέτα + κατάλ. ίστας (πρβλ. γραφ ίστας)] … Dictionary of Greek
μεταθεωρία — η (λογ. επιστημολ.) θεωρία η οποία έχει ως αντικείμενο μελέτης μια άλλη δοθείσα θεωρία … Dictionary of Greek